ἐκποιήσει

ἐκποιήσει
ἐκποίησις
putting forth
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐκποιήσεϊ , ἐκποίησις
putting forth
fem dat sg (epic)
ἐκποίησις
putting forth
fem dat sg (attic ionic)
ἐκποιέω
put out
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκποιέω
put out
fut ind mid 2nd sg
ἐκποιέω
put out
fut ind act 3rd sg
ἐκποιέω
put out
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκποιέω
put out
fut ind mid 2nd sg
ἐκποιέω
put out
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”